- κρεγμός
- κρεγμόςsound of stringed instrumentsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρεγμός — κρεγμός, ὁ (Α) [κρέκω] ήχος έγχορδων οργάνων … Dictionary of Greek
κρεγμῶ — κρεγμός sound of stringed instruments masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεγμῶν — κρεγμός sound of stringed instruments masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεγμῷ — κρεγμός sound of stringed instruments masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… … Dictionary of Greek